- ξυναορος
- συνᾱορος, ξυνᾱορος1 accompanying c. dat.
εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.5
μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.5
μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξυνάορος — συνάορος , συνάορος masc/fem nom sg συνά̱ορος , συνήορος linked with masc/fem nom sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)